- εκτροχιασμός
- (tren) raydan çıkma
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
εκτροχιασμός — ο η εκτροχίαση … Dictionary of Greek
εκτροχιασμός — ο η εκτροχίαση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)